Πριν από ένα χρόνο περίπου, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, είχα κι εγώ τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που αναλογούν στον καθένα μας. Για λίγα εικοσιτετράωρα, ήμουν «ο δάσκαλος που έγινε viral γιατί είπε το αυτονόητο».
Πλησίαζε το πρώτο κουδούνι και η συζήτηση που κυριαρχούσε ήταν η επιβολή της χρήσης μάσκας από μαθητές και εκπαιδευτικούς προκειμένου να προστατευτούμε από την καινούρια τότε τρέλα μιας μεταδοτικής αρρώστιας που είχε αναγκάσει ολόκληρο τον πλανήτη να τραβήξει απότομα χειρόφρενο, είχε κλείσει τα σχολεία αιφνιδιαστικά και μας είχε κλειδώσει στα σπίτια μας για μήνες. Τελείωνε το πρώτο καλοκαίρι με κορωνοϊό και η σκέψη όλων ήταν στραμμένη στο πώς θα λειτουργήσουν τα σχολεία. Αν θυμάστε, είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ομάδες αντίδρασης στο Facebook που είχαν μάλιστα αποκτήσει τεράστια δυναμική μέσα σε διάστημα λίγων μόλις ημερών.
Η ρητορική που επικρατούσε σε αυτές τις ομάδες επικεντρωνόταν γύρω από τις βλαβερές συνέπειες της μάσκας στα μικρότερα παιδιά. Ακούγονταν και τότε, όπως και τώρα, διάφορα επιχειρήματα με ψευδο-επιστημονική επίφαση, δημοσιεύονταν αμφιβόλου προελεύσεως σύνδεσμοι που υποτίθεται αποδείκνυαν το μεγάλο κακό που θα προκαλούσε η καθημερινή χρήση μάσκας και κυκλοφορούσαν καλέσματα σε αντίσταση και αντίδραση με βασική θέση το να μην στείλουν οι γονείς τα παιδιά τους στο σχολείο.
Ήξερα ότι θα υπήρχαν άνθρωποι που επηρεάζονταν αρνητικά από αυτό το κλίμα και φυσικά, άνθρωποι που θα ένιωθαν ειλικρινή φόβο και ανησυχία για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε κάτι τέτοιο στα παιδιά τους. Όσο πλησίαζε το άνοιγμα, είχα αρχίσει να βλέπω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γονείς παιδιών του δικού μου σχολείου που εμφανίζονταν διστακτικοί ή ακόμα και αγριεμένοι. Η βασική μου έννοια τότε ήταν να τους καθησυχάσω γιατί με έκαιγε το να επιστρέψουμε στις τάξεις μετά από την επώδυνη εμπειρία της πρώτης απόπειρας για ασύγχρονη και σύγχρονη τηλεκπαίδευση αλλά και την εμπειρία του να προσπαθούμε να δουλέψουμε με τα παιδιά σπασμένα σε δύο γκρουπ που έρχονταν εναλλάξ. Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους, αλλά εγώ δεν είχα καθόλου θετική αίσθηση ούτε από το ένα ούτε από το άλλο. Όταν λοιπόν άρχισα να λαμβάνω προσκλήσεις από γονείς για να συμμετάσχω σε αυτές τις «επαναστατικές» ομάδες, αποφάσισα να αναλάβω δράση.
Ένα πρωί, χωρίς πολλή σκέψη, έβγαλα μερικές φωτογραφίες φορώντας διαφορετικές μάσκες που είχαμε προμηθευτεί, έφτιαξα ένα κολάζ, και έγραψα τα παρακάτω στον διαδικτυακό μου τοίχο:
Ο στόχος μου ήταν απλός. Ήθελα να πω στους γονείς των μαθητών μου να μην ανησυχούν. Να τους διαβεβαιώσω ότι θα κάναμε το καλύτερο για τα παιδιά τους, όπως πάντα, και να τους ζητήσω να μη διστάσουν να έρθουν στο σχολείο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το πολύτιμο έργο που προσφέρουμε τόσα χρόνια.
Την πρώτη μέρα δεν έγινε τίποτε το φοβερό. Η ανάρτηση «άρεσε» στον κύκλο μου, υπήρξαν θετικά σχόλια, υπήρξε και η αντίδραση (από άγνωστη, μια που οι αναρτήσεις μου είναι κατά 90% δημόσιες), άνοιξα συζητήσεις στα σχόλια, μερικές με κάποια ένταση, αλλά όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Αρκετοί φίλοι, γνωστοί και συνάδελφοι κοινοποίησαν κιόλας την ανάρτηση στα προφίλ τους ή σε σελίδες που ακολουθούσαν.
Το επόμενο πρωί, συνειδητοποίησα ότι κάποια στιγμή είχε δημοσιεύσει την ανάρτησή μου γνωστό σάιτ με θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Κι όπως λένε κι οι αγαπημένοι Κατσιμιχαίοι, εκεί αρχίσαν όλα.
Οι κοινοποιήσεις έπεσαν βροχή, μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχε κοινοποιηθεί η ανάρτησή μου από δεκάδες ιστοσελίδες κεντρικές και περιφερειακές. Ειδησεογραφικές και Lifestyle ιστοσελίδες, ιστότοποι μεγάλων εφημερίδων και καναλιών, περιφερειακά και τοπικά σάιτ, όλοι «έπαιζαν» το θέμα μου. Άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνό μου και τα μηνύματα στο Messenger. Με πήραν από τα περισσότερα κανάλια, δημοσιογράφοι και υπεύθυνοι σύνταξης εκπομπών, μου ζητούσαν να εμφανιστώ στις εκπομπές τους, σε δελτία ειδήσεων, μου έλεγαν ότι θα παίξουν το θέμα ακόμα και χωρίς δική μου παρέμβαση. Μου ζητούσαν συνεντεύξεις. Οι κοινοποιήσεις στο Facebook ξεπέρασαν τις τριακόσιες, χώρια αυτές που δεν μπορούσα να υπολογίσω γιατί έγιναν με φωτογραφία οθόνης και δέχτηκα δεκάδες αιτήματα φιλίας.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, μου ζητούσαν να γίνω το σύμβολο της μάσκας στα σχολεία. Εκείνοι θα κέρδιζαν λίγα ακόμα κλικ, λίγη ακόμα τηλεθέαση και ίσως να υποκινούσαν και συζητήσεις κάτω από τις δημοσιεύσεις τους για να αυξήσουν την κινητικότητα στην ιστοσελίδα τους και το διαφημιστικό τους εισόδημα. Εγώ; Τι συνέπειες θα είχε όλο αυτό σε μένα, στην ιδιωτική μου ζωή, στην παρουσία μου στα κοινωνικά δίκτυα, στη δουλειά μου;
Με πήραν τηλέφωνο οι γονείς μου, ανήσυχοι, να μου πουν να μη στεναχωριέμαι γι’ αυτά που γράφονται για μένα. Άρχισα να ακολουθώ τις κοινοποιήσεις για να δω πού είχα βρεθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν υποστηρικτική. Θεωρούσαν το μήνυμά μου λογικό, αισιόδοξο και σωστό. Υπήρχαν όμως και «οι άλλοι». Σε κάποιες σελίδες και εφημερίδες με συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, αλλά και σε ιδιωτικά προφίλ, με κατασπάραζαν. Ξεκινούσαν από τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, συνέχιζαν στην εμφάνισή μου, διατύπωναν υποθέσεις για τις σεξουαλικές μου προτιμήσεις. Κάποιοι ήταν απόλυτα χυδαίοι. Κανένας τους δε με γνώριζε.
Για λίγο φοβήθηκα. Παράλογα ίσως, αλλά το θέμα είχε ξεφύγει σε τέτοιο βαθμό που μου πέρασε από το μυαλό ακόμα και ότι κάποιοι ιδιαίτερα φανατισμένοι μπορεί να προσπαθούσαν να με βρουν. Περιόρισα τη δυνατότητα σχολιασμού μόνο σε «φίλους» για να αποφύγω χυδαιολογίες από αγνώστους (τότε ήταν που δέχτηκα και τα περισσότερα αιτήματα φιλίας, κάποια εκκρεμούν ακόμα). Δύο μέρες μετά, έτσι απλά, όλη αυτή η τρέλα είχε τελειώσει. Έσβησε όπως άναψε.
Το μετάνιωσα; Όχι. Δε μετάνιωσα τίποτα. Γιατί είχα διατυπώσει μια άποψη που στήριζα και στηρίζω ακόμα. Δύσκολα διατυπώνω δημόσια πράγματα που δεν μπορώ να στηρίξω μέχρι τέλους. Γιατί δεν επέτρεψα να με εκμεταλλευτεί κανένας τηλεοπτικά ή συμβολικά, τουλάχιστον όχι με τη συγκατάθεσή μου. Γιατί δεν πήρε το κεφάλι μου αέρα, ακόμα κι όταν με κάλεσαν εκ μέρους του κυρίου Νίκου Χατζηνικολάου! 😁 Και γιατί τα μαθήματα που παίρνεις από κάτι τέτοιο είναι πολύτιμα. Νομίζουμε ότι έχουμε τον έλεγχο του ίντερνετ, σε ό,τι μας αφορά. Είναι σημαντικό να σου θυμίζουν κάτι τέτοια πόσο εκτεθειμένοι είμαστε.
Ένα χρόνο μετά, δεν το θυμάται σχεδόν κανείς. Αλλά είναι πάντα εκεί.
Comments